Λοφότεν

Λοφότεν
(Lofoten). Νησιωτικό σύμπλεγμα (1.227 τ. χλμ.) της Νορβηγίας, στον Ατλαντικό ωκεανό (Νορβηγική θάλασσα). Βρίσκεται ανοιχτά από τις βορειοδυτικές ακτές της χώρας και ΝΔ των νησιών Βεστερόλεν, μεταξύ 67° και 68° βόρειου πλάτους και 11° και 15° ανατολικού μήκους. Το αρχιπέλαγος αποτελείται από τα νησιά Αούστβογκεϊ, Βέστβογκεϊ, Μοσκενεσέβα, Φλακσταντέγια, Βέρεϊ, Ρεστ και άλλα μικρότερα, ενώ χωρίζεται από την ηπειρωτική ξηρά με έναν θαλάσσιο βραχίονα που ονομάζεται Βεστφιόρντεν. Κυριότερο αστικό κέντρο είναι η κωμόπολη Σβόλβερ (4.100 κάτ. το 2002). Τα νησιά είναι ως επί το πλείστον ορεινά, με κορυφές που ξεπερνούν συχνά τα 1.000 μ. Επειδή επηρεάζονται από έναν κλάδο του Βορειοατλαντικού Ρεύματος, έχουν αρκετά ήπιο κλίμα σε σχέση με το γεωγραφικό πλάτος τους. Κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή είναι η αλιεία (βακαλάου και ρέγκας), που τροφοδοτεί μια ανθούσα βιομηχανία αποξήρανσης και παστώματος των αλιευμάτων. Ο όρος Λοφότεν, υπό την ευρύτερη έννοιά του, επεκτείνεται συχνά και αναφέρεται και στο γειτονικό αρχιπέλαγος των Βεστερόλεν. Η κατοίκηση των Λ. ξεκίνησε περίπου στις αρχές του 12ου αι. και οι κάτοικοί τους ασχολούνται σήμερα ως επί το πλείστον με τη ναυτιλία, αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει τουριστική ανάπτυξη. Στα Ν του συμπλέγματος επικρατεί ένας παλιρροϊκός υδροστρόβιλος (ρουφήχτρα) με την ονομασία Μάελστρομ, ο οποίος έχει αποτελέσει ιδιαίτερα αγαπητό θέμα στη σκανδιναβική λογοτεχνία και ποίηση. Τα νησιά Λοφότεν της Νορβηγικής θάλασσας φημίζονται για τους βακαλάους και τις ρέγκες τους. Στη φωτογραφία, ένα χωριό, κατοικημένο κυρίως από ψαράδες. Χαρακτηριστικοί τύποι ψαράδων των νησιών Λοφότεν. Η θάλασσα του νορβηγικού αυτού αρχιπελάγους έχει άφθονα ψάρια, κατάλληλα κυρίως για πάστωμα και κονσερβοποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Έγκεντε, Χανς — (Hans Egede, 1686 – 1758). Δανός ιεραπόστολος. Ήταν λουθηρανός πάστορας στα νησιά Λοφότεν. Το 1721 αποφάσισε να διδάξει τον χριστιανισμό στους Εσκιμώους της Γροιλανδίας. Μαζί με 45 συντρόφους του αποβιβάστηκε σε κάποιο νησί, το οποίο ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Σκανδιναβία — (Scandinavia). Περιοχή της βόρειας Ευρώπης που αντιστοιχεί, υπό περιορισμένη έννοια, στη σκανδιναβική χερσόνησο, σε μεγάλο μέρος δηλαδή της ηπειρωτικής Νορβηγίας και Σουηδίας και με γενικότερη έννοια, στα σουηδικά νησιά (Αίλαντ, Γκότλαντ και άλλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”